Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.The spelling of the book has not been changed otherwise. Footnoteshave been converted to endnotes.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σεμονοτονικό. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Οιυποσημειώσεις των σελίδων έχουν μεταφερθεί στο τέλος του βιβλίου.
Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών, αφ' ότου ωρισμένοι τύποι γυναικών μουάρεσαν εξαιρετικά. Αλλά για μερικές απ' αυτές ήτο τόσο ξεχωριστή ηπροτίμησή μου και τέτοια συγκίνηση αισθανόμουν όταν τις έβλεπα ότανμε επλησίαζαν, μου μιλούσαν και μάλιστα με χάιδευαν, ώστε σήμερα νανιώθω πως η αγάπη μου γι' αυτές ήτο κάτι περισσότερο ή κάτιδιαφορετικώτερο από κοινή και απλή αγάπη. Στην αρχή αυτή η αγάπη ήτοστην αίσθηση, προ πάντων στην αφή· γιατί μάρεσαν κατά προτίμηση οιάσπρες και παχουλές. Το αίσθημα του αρμονικού συνόλου και τηςέκφρασης φαίνεται ότι δεν το είχα στην αρχή ή το είχα πολύ αδύνατο,ίσως και διαφορετικό.
Αλλά πάλι, μεταξύ των γυναικών που μάρεσαν, η προτίμησή μου έπεφτεστα κορίτσια κι αυτά μεγάλα, πάνω από δέκα πέντε και δεκάξη ετών,πούσαν δηλαδή «κοπελιές», τέλεια διαμορφωμένες πεια. Τα μικράκορίτσια, μάλιστα τάνηβα, όχι μόνο δε μάρεσαν, αλλά θαρρώ μάλιστα πωςμούσαν και λίγο αντιπαθητικά.
Την επανάσταση τον 1866 καταφύγαμε σ' ένα χωριό, ορεινώτερο από τοδικό μας, για να γλυτώσωμε από τους Τούρκους. Εκεί μας φιλοξένησε γιακάμποσο καιρόν ένας παπάς Σύγγελος· κ' ήμουν ευτυχής, γιατί μούδιδανμέλι και καρύδια, αλλά περισσότερο γιατί μάρεσαν οι θυγατέρες τουΣυγγέλου, δυο κορίτσια λευκά κι αφράτα.
Η αγάπη μου δεν ήτο προσωπική και δεν γνώριζε αποκλειστικότητες.
Πήγαινε γενικώς προς τα κορίτσια πούσαν του τύπου της αρέσκειάς μου.
Όταν γίνηκε αποκλειστική και σταμάτησε σένα και μόνο πρόσωπο, άλλαξε
και χαρακτήρα κι αίσθημα. Η αγάπη μου γίνηκε ψυχικώτερη.
Ήρθε μέρα πούνιωσα πως απ' όλες που μάρεσαν μια αγαπούσα ξεχωριστάκαι τόσο περισσότερο που κατάλαβα ότι μόνον αυτή αγαπούσα. Τη λέγανεΒαγγελιό· ήτο μάλιστα κιακροσυγγένισσά μας. Και το Βαγγελιό δεν είχετον τύπο της έως τότε αρέσκειάς μου. Ήτο ψηλόλιγνη και μελαχροινή,ηλικίας πάνω από τα δεκαοχτώ, ίσως και πάνω από τα είκοσι.
Σαυτήν έβλεπα περισσότερο την έκφραση της ψυχής παρά της σάρκας τηνάψυχη λευκότητα κι αβρότητα. Στο εξωτερικό σύνολο του Βαγγελιού, στηστάση και στην κίνηση, στη φωνή, στο βλέμμα και το γέλιοπαρουσιαζότανε μια γλυκειά και πονετική ψυχή. Στα μαύρα της μάτιαέβλεπα μιαν αγίαν καλωσύνη, κάτι από το βλέμμα της Παναγίας· κι ηγλυκειά της φωνή, όταν ακόμη έλεγε ασήμαντα κι αδιάφορα, ήτο μουσικήπούφτανε στα βάθη της ψυχής μου κεγέμιζε τρυφερότητα την καρδιά μου.Όσες φορές την έβλεπα, μούδιδε τη χαρά και την ευτυχία κ η φωνή καιτο χαμόγελό της ήσαν τα φάρμακα για κάθε μου λύπη. Όταν μάγγιζαν,όταν μεθώπευαν τα χέρια της ή με φιλούσαν τα χείλη της, χυνότανε στιςφλέβες μου ένα πραϋντικό φίλτρο, πούλυωνε κέδιωχνε κάθε πόνο. Καιπολλάκις θάθελα να κοιμηθώ κάτω από τα χάιδιά της, σεκείνη τη γλυκειάκιάλυπη κατάσταση, και να μη ξυπνήσω ποτέ. Πολλές φορές πραγματικώςκοιμήθηκα με τέτοια ευτυχία πάνω στα γόνατά της, όταν το βράδυερχότανε σπίτι μας γι' αποσπερίδα.
Οι δικοί μου δεν άργησαν να νιώσουν