Produced by Sophia Canoni
Note: Bold words have been included in &&. The tonic systemhas been changed from polytonic to monotonic. The spelling ofthe book has not been changed otherwise.
Σημείωση: Έντονοι χαρακτήρες περικλείονται σε &&. Το τονικόσύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό. Κατά τα άλλαέχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου.
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ
ΑΝΕΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
1892
ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ
ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ
ΑΝΕΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
1892
Ω! πόσον μεταβάλλονται αι τύχαι των θνητών!
πρώτοι ξυπνούν οι έσχατοι και έσχατοι οι πρώτοι·
γι' αυτό κι' εγώ, το κόσμημα των τόσων ποιητών,
ήμουν υπάλληλος ποτέ σιταρεμπόρου Χιώτη.
Πώς σ' ενθυμούμαι, ω Αζόφ και Τάναϊ, ακόμη! κάθε ημέρα κίνησις και νέο πανηγύρι·από σιτάρι κι' άχυρο εστρώνοντο οι δρόμοι, και έτρεχαν οι έμποροι, και έτρεχαν κι' οι χοίροι.Από καράβια φαίνεται ο ποταμός κλεισμένος, κι' αν κάπου κάπου έξαφνα παφλάζη με ορμή,βλέπεις εκεί να λούζεται ξανθόκομος παρθένος, και να πηδά μες 'στους αφρούς αφρόπλαστο κορμί.Τι θαυμαστή αφέλεια!.. . απ' το ποτάμι βγαίνει εμπρός 'στα μάτια των ανδρών και γλυκοτραγουδεί·αλλά οι άνδρες φαίνονται σε τέτοια μαθημένοι, και δενγυρίζει κύριος κανένας να την 'δη.
Μα και αν στρέψουν να την 'δούν, γι' αυτό δεν την πειράζει..
δεν είν' εδώ αναίδεια του κάλλους η γυμνότης·
ούτε μ' αράχνης ύφασμα το σώμα της σκεπάζει,
κι' ούτε τους άλλους 'ντρέπεται, ή καν τον εαυτό της.
Πού είσθε, κόραι τρυφεραί της ποθητής πατρίδος,
που με 'ντροπή σκεπάζεσθε κι' εμπρός εις τον καθρέ-
[φτη,
που τόσον αποστρέφεσθε τα ήθη της Ρωσσίδος,
κι' ούτε το χέρι σας γυμνό αφίνετε να πέφτη;
Κι' αυτή η Εύα του Αδάμ, η σεβαστή προμάμμη,
δεν ήλθε κάτω εις την γην με γυμνωμένον κάλλος,
ενώ 'μπορούσε και γυμνή περίπατον να κάμη,
αφού 'στον κόσμον άνθρωπος δεν έζη τότε άλλος.
Γυναίκες κι' άνδρες τριγυρνούν 'στους δρόμους αγκαλιά,
καπνίζει με το άσχημον και το ωραίον φύλον,
τα χείλη σμίγουν κάποτε με πύρινα φιλιά,
και παριστάνουν θέαμα περιπλοκών ποικίλων.
Ιδού Ρωσσίδες απ' εδώ, και απ' εκεί μουζίκοι
με δυνατή γιαμάικα και βότκα μεθυσμένοι. ..
Ερώτων άντρον γίνεται και η σιταποθήκη,
και όλοι είναι έμποροι κι' ερωτοκτυπημένοι.
Τρέχουν, βομβούν, εργάζονται, φορτόνονται, ανάβουν,
δεν τρέφεται με σχέδια ο ήσυχός των νους·
εδώ μετρούν, εκεί σακκιά για το σιτάρι ράβουν,
μόνον εγώ ο ποιητής πετώ 'στους ουρανούς.
Δυο μήνας όλους της Αζόφ μ' εξένιζεν η κώμη, 'μέρα και νύκτα ήκουα τους Ρούσσους και της Ρούσ- [σαις,και πέντε λέξεις Ρούσσικαις δεν έμαθα ακόμη· μήπως μια ώρα ήσυχο με άφιναν η Μούσαις;Ο έμπορός μου ήθελε να κλέβω 'στο κοιλό, το χέρι μου μακρύτερο και γρήγορο να γίνη,μα τόσο έμαθα καλά τους Ρώσσους να γελώ, οπού εμπρός 'στα μάτια μου με έκλεβαν εκείνοι.Τι έξυπνος! τι πονηρός! σαν νέος της