Produced by Sophia Canoni
Note: The tonic system has been changed from polytonic to monotonic.The spelling of the book has not been changed otherwise. Bold wordshave been included in &&.
Σημείωση: Το τονικό σύστημα έχει αλλάξει από πολυτονικό σεμονοτονικό. Η ορθογραφία του βιβλίου κατά τα άλλα παραμένει ως έχει.Λέξεις με έντονους χαρακτήρες έχουν συμπεριληφθεί σε &&.
ΑΘΗΝΑΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟ ΤΗΣ ΕΣΤΙΑΣ1894
Όσες βολές η σκύλλα Ξενητιά με κερνάει τα πικρά της κρατηροπότηρα, αχ!δεν ηξέρω πως μώρχεται τότε και λησμονώντας κι απαριάζοντας όλον τονπερίγυρά μου κόσμο, χύνομαι σαν λυσσαγμένος μέσα μου, και με τασιδερένια νύχια του λογισμού, σαν κακούργος, σκάφτω την έρμη μουκαρδιά κι από των χρόνων τα λιθοσώρια ξεθάφτω τες παλιές μουΕνθύμησες. — Η πρώτες συγκίνησες, που κέντισαν την παιδική μας ψυχή,αφίνουν μέσα μας Ενθύμησες άσβεστες· κ' είνε το νήμα το μυστικό, όπουμας δένει και μας κολλάει με τους τόπους που πέρασε η νιότη μας.
— Χαρά στον που τώχει ειπή!
Ενθύμησες είνε και τα &Πεζογραφήματά& μου.
Τ' ανοιξιάτικα πρωινά, οπώβγαινα χαραγή για το γάλα, γύριζα κάποτεςαπό τον καφενέ του Ζώη τ' Αζώηρου.
Στην Καραβατιά, κατά τα Δυο τ' Αδέρφια, είχεν ο Ζώης ο Αζώηρος τονκαφενέ του. Είχε σιγυρίσει σε τόπον καφενέ το ίδιο το σπίτι του πουκαθότουν αυτός, χήρος κι άτεκνος, με τη μεσόκοπην αδερφή του, την ΚυράΤσεβούλα. Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες, κ' η αδερφή του έβραζετους καφέδες μέσα, 'ς το ίδιο το τζάκι, 'ς την ίδια γωνίστρα τουσπιτιού, οπώβραζαν και το φαγί τους. Και δεν εμπέρδευεν ο Ζώης ποτέτον καφέ του, γιατ' είχε πάντα 'ς το νου ότι το μπέρδεμα φέρνει κακόκαι ζημιές πλειότερες παρά κέρδα, κι αυτός το ψωμί του, οπώβγαζε μετον καφενέ του, ήθελε να το βγάζη και να το τρώη με τον ίδρω του καιμε την τιμιότη, κι όχι με το ψέμμα και με την αδικιά, γιατ' ήξερε πωςκ' οι μουστερίδες του τον παρά, που τους έπαιρνε, τον έβγαζαν με τονίδρω και με την τιμιότη.
Είν' αλήθια, πως κάποτε, πριν παντρευτή ο Αζώηρος, έβλεπε τηνκαλοπέραση και τα λαμπρά σπίτια των μεγαλουσιάνων κι αναστέναζενυχτόημερα, κ' ένας μοναχά πόθος, μια σκάση, κατάτρωγε κρυφά τα σωθικάκαι τη νιότη του, πώς να βρη τρόπο κι αυτός ν' αρχοντέψη, ν' αποχτήσηκι αυτός καλοπέραση, και να χτίση ψηλά σπίτια. Τότες δεν ήτον καφετζήςο Ζώης. Τότες είχεν αργαστήρι 'ς το Κουρμανιό κάτου, όπουχρυσοκεντούσε φέρμελες και σελάχια μπέηδων, κοζόκες και λαχουριάκυράδων. Κ' ήτον αργαστηριάρης αυτός, κ' είχε καλφάδες καιπαρακαλφάδες εις τ' αργαστήρι του, που δούλευαν και που σαντραγουδούσαν ψιλά ψιλά, εκεί που πλούμιζαν, τα νυχτέρια, με χρυσάφιακαι με τιρτίρια τα ξόμπλια τους, έστριφτε το μουστάκι του το ξανθόαυτός, έγερνε το κρεμεζί φέσι του στραβά ως τα φρύδια κ' έκραζε συχνάπυκνά.
— Δόστε του, μωρέ παιδιά, δόστε του. Όξω φτώχια, μωρέ καλφάδεσιμ'.
Τότες ήτον οπούχε βάλει 'ς το νου του για ν' αρχοντέψη ο Ζώης. Έπιανεκαι παράν αλήθια με την τέχνη του. Επάντρεψε μιαν αδερφή του.Επαντρεύτηκε κι αυτός κόρη νοικοκυροπούλα με προικιό, και τώρα…ποιος τον κουβέντιαζε! Η μάνα του, ζούσε η κακομοίρα, κ' η δυο ηαδερφάδες του, δεν είχανε που να τον βάλουν. Ο «Ζώης μας» εδώ κι ο«Ζώης μας» εκεί, το πήγαιναν νύχτα μέρα «Το μοναχό μας, τ' αρχοντοπλόμας, το μοσχοαναθρεμμένο μας, το τζοβαΐρ μας». Είχε γιομώσ' ηγειτονιά με τ' όνομα του Ζώη, φορτωμένο μ' όλ' αυτά τα χαϊδευτικάχαϊμαλιά. Δεν έμεινεν άλλο τώρα. παρά να χτίση και το περιπόθητο σπίτιο Ζώης. Να το γκρεμίση από τα θεμέλια του το χαμηλό